Ταραντίνων

Ταραντίνων
Ταραντί̱νων , Ταράντινος
fem gen pl
Ταραντί̱νων , Ταράντινος
masc/neut gen pl
Ταραντί̱νων , Ταραντῖνοι
cavalry armed with javelins
masc gen pl
Ταραντί̱νων , Ταραντῖνον
garment made of a diaphanous material woven from the byssus of the pinna
neut gen pl
Ταραντί̱νων , Ταραντῖνος
a Tarentine
fem gen pl
Ταραντί̱νων , Ταραντῖνος
a Tarentine
masc/neut gen pl
Ταραντί̱νων , Ταραντῖνος
a Tarentine
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γίλος — (6ος–5ος αι. π.Χ.). Στρατιωτικός από τον Τάραντα. Ο Γ. ήταν εξόριστος στην Ιαπυγία (Απουλία), όταν ελευθέρωσε και έσωσε τους Πέρσες, των οποίων τα πλοία είχαν εξοκείλει στον Κρότωνα. Οι Πέρσες ακολουθούσαν τον Δημοκήδη τον Κροτωνιάτη για να… …   Dictionary of Greek

  • μολγός — μολγός, ὁ (Α) 1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού 2. μοχθηρός 3. ακόλαστος, ασελγής 4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης 5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ. β. «μολγὸν… …   Dictionary of Greek

  • ταραντινίζω — Α [ταραντῑνος] 1. (κυρίως) ιππεύω όπως οι Ταραντίνοι 2. (γενικά) μιμούμαι τους Ταραντίνους 3. είμαι με το μέρος τών Ταραντίνων …   Dictionary of Greek

  • Αγελάδας — (6ος 5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης από το Άργος, κυρίως χαλκοπλάστης. Έργα του δεν έχουν σωθεί, η σπουδαιότητά του όμως προκύπτει από μαρτυρίες και από την παράδοση, κατά την οποία υπήρξε δάσκαλος των τριών μεγάλων γλυπτών του 5ου αι.: Φειδία, Μύρωνα και …   Dictionary of Greek

  • Βρέττιοι — (Brutii ή Brittii). Ονομασία των κατοίκων της Βρεττίας, που βρισκόταν στην Κάτω Ιταλία. Το 356 π.Χ., οι Β. συγκρότησαν ισχυρή ομοσπονδία στην περιοχή της Πανδοσίας και προσπάθησαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στις ελληνικές αποικίες της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Κάλυνθος — (5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ένα αφιέρωμα των Ταραντίνων στους Δελφούς, που αποτελούσε αγαλμάτινο σύμπλεγμα πεζών και ιππέων, ήταν έργο του Κ …   Dictionary of Greek

  • Μεσσαπία — (Messapia). Αρχαία περιοχή στη νοτιοανατολική χερσόνησο της Ιταλίας, που αντιστοιχούσε πιθανότατα με την Απουλία και την Καλαβρία. Κατά τον Ηρόδοτο οι κάτοικοί της Μ. ήταν Κρήτες ναυαγοί. Ο Μίνωας, αναζητώντας τον Δαίδαλο, έφθασε στη Σικελία,… …   Dictionary of Greek

  • Ναύπακτος — Πόλη (υψόμ. 15 μ., 12.924 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν πρωτεύουσα της πρώην επαρχίας Ναυπακτίας στην οποία υπάγονταν τρεις δήμοι, 57 κοινότητες και 112 οικισμοί. Η Ν. είναι χτισμένη στον Κορινθιακό κόλπο, μεταξύ του Αντιρρίου και των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”